- καταγλυφήν
- καταγλυφήincisionfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγλυφή — καταγλυφή, ἡ (Α) [καταγλύφω] εγχάραξη («ἔχειν δὲ... τὸ ξύλον καὶ καταγλυφὴν χρὴ βαθυτέρην καὶ τετράγωνον ὡς τριῶν δακτύλων», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek